round

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός round
συγκριτικός rounder / more round
υπερθετικός roundest / most round

round (en)

  1. στρογγυλός
    • που έχει σχήμα το οποίο μοιάζει με κύκλο ή τμήμα κύκλου ή σφαίρας
    • (για αριθμούς) που δεν έχει δεκαδικό τμήμα, που είναι ακέραιος
    • (για αριθμούς) που είναι πολλαπλάσιο του δέκα ή του εκατό ή του χίλια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
round rounds

round (en)

  1. ο γύρος, η κίνηση σε διαδρομή που καταλήγει στο σημείο εκκίνησης
    the round that the earth makes in a year - ο γύρος που κάνει η γη σ’ένα χρόνο
  2. ο γύρος, η ολοκληρωμένη φάση μιας διαδικασίας
    a doctor’s daily round - ο καθημερινός γύρος ενός γιατρού
    Shall we get another round of drinks?
    Θα πάρουμε άλλο ένα γύρο ποτά;
  3. (αθλητισμός) ο γύρος, η προκαθορισμένη επαναλαμβανόμενη διάρκεια
    He was knocked out in the first round.
    Βγήκε νοκ άουτ στον πρώτο γύρο.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

round (en)

  1. στρογγυλεύω

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 204. ISBN 9780194325684. , λήμμα: γύρος