rounded
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rounded (en)
- καμπυλωτός
- (μεταφορικά) γενικός, πολύπλευρος
- to give a more rounded portrayal - δίνω μια πιο γενική εικόνα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
rounded (en)