rounded

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

rounded (en)

  1. καμπυλωτός
  2. (μεταφορικά) γενικός, πολύπλευρος
    to give a more rounded portrayal - δίνω μια πιο γενική εικόνα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

rounded (en)