rowerzysta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) rowerzysta rowerzyści
γενική (dopełniacz) rowerzysty rowerzystów
δοτική (celownik) rowerzyście rowerzystom
αιτιατική (biernik) rowerzystę rowerzystów
οργανική (narzędnik) rowerzystą rowerzystami
τοπική (miejscownik) rowerzyście rowerzystach
κλητική (wołacz) rowerzysto rowerzyści

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rowerzysta < rower

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌrɔvɛˈʒɨsta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rowerzysta (pl) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]