rozkładówka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rozkładówka | rozkładówki |
γενική | rozkładówki | rozkładówek |
δοτική | rozkładówce | rozkładówkom |
αιτιατική | rozkładówkę | rozkładówki |
οργανική | rozkładówką | rozkładówkami |
τοπική | rozkładówce | rozkładówkach |
κλητική | rozkładówko | rozkładówki |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rozkładówka (pl) θηλυκό
- (τυπογραφία) το σαλόνι