rubrica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rubrica (it)
[επεξεργασία]
- ↑ «ρουμπρίκα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rubrica:εννοείται η λέξη: terra < ruber (ερυθρός, κόκκινος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rubrica (it)
- κοκκινόχωμα
- επιγραφή νόμου με κόκκινα γράμματα
Πηγές[επεξεργασία]
- rubrica - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.