Μετάβαση στο περιεχόμενο

rugissement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rugissement rugissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rugissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη rugir