Μετάβαση στο περιεχόμενο

ruinigata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ruinigata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος ruinigi