ruisseler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ruisseler (fr)
- κυλώ (για ρευστά)
- L'eau ruisselle sur le pare-brise : το νερό κυλάει πάνω στο παρμπρίζ