ruisseler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ruisseler (fr)

  • κυλώ (για ρευστά)
    L'eau ruisselle sur le pare-brise : το νερό κυλάει πάνω στο παρμπρίζ

Συγγενικά

[επεξεργασία]