rumeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rumeur | rumeurs |
rumeur (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
rumeur | rumeurs |
rumeur (fr) θηλυκό