Μετάβαση στο περιεχόμενο

ruminant

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

ruminant (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ruminant (en)



Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ruminant ruminants
θηλυκό ruminante ruminantes

ruminant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ruminant ruminants

ruminant (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη ruminer