rumination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rumination (en)
- μηρυκασμός
- βαθιά σκέψη, στοχασμός
- επίμονη σκέψη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rumination | ruminations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rumination (fr) θηλυκό
- o μηρυκασμός
- η επίμονη σκέψη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ruminer