Μετάβαση στο περιεχόμενο

rumour

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rumour rumours

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rumour (en) (βρετανική γραφή)

  • η φήμη, η διάδοση
      Rumours of devaluation of the drachma caused panic on the stock market.
    Οι φήμες για υποτίμηση της δραχμής προκάλεσαν πανικό στο χρηματιστήριο.
      Don’t believe the rumours.
    Μην πιστεύεις τις διαδόσεις.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]