run into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας run into
γ΄ ενικό ενεστώτα runs into
αόριστος ran into
παθητική μετοχή run into
ενεργητική μετοχή running into

Ετυμολογία [επεξεργασία]

run into < → δείτε τις λέξεις run και into

Ρήμα[επεξεργασία]

run into (en)

  1. (ανεπίσημο) συναντώ τυχαία, συναπαντώ, τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον
    I ran into him at the park/at a party.
    Τον συνάντησα τυχαία στο πάρκο/σε ένα πάρτι.
    I ran into an old friend.
    Έπεσε σ' έναν παλιό φίλο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across
  2. ρίχνω, πέφτω πάνω σε κάτι, προσκρούω, χτυπώ πάνω, κινούμενος με ορμή ή ταχύτητα
    He ran his car into a wall.
    Έριξε το αυτοκίνητο του σ' έναν τοίχο.
    The car ran into a tree.
    Το αυτοκίνητο έπεσε πάνω σ' ένα δέντρο.
    The boat ran into the rocks.
    Το πλοίο έπεσε πάνω στα βράχια.
    The two boats ran into each other.
    Τα δυο πλοία έπεσαν το 'να πάνω στ' άλλο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη crash

Πηγές[επεξεργασία]