runaway
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
runaway (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
runaway | runaways |
runaway (en)
- δραπέτης
- αφηνιασμένος δρομέας ή αφηνιασμένο ζώο που τρέχει
- κάτι που είναι εκτός ελέγχου, που έχει ξεφύγει
- για κάτι συνήθως κακό που όταν ξεκινάει φέρνει πολλά άλλα