Μετάβαση στο περιεχόμενο

rung

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rung rungs

rung (en)

  1. σκαλοπάτι (οριζόντια δοκός) μιας σκάλας
    • οριζόντιο σχοινί-σκαλοπάτι ανεμόσκαλας (a rung of a rope ladder)
  2. διαδοκίδα, πχ ανάμεσα στα δύο πόδια μιας καρέκλας

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

rung (en)