rung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rung | rungs |
rung (en)
- σκαλοπάτι (οριζόντια δοκός) μιας σκάλας
- οριζόντιο σχοινί-σκαλοπάτι ανεμόσκαλας (a rung of a rope ladder)
- διαδοκίδα, πχ ανάμεσα στα δύο πόδια μιας καρέκλας
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
rung (en)