runout
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
runout | runouts |
runout (en)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του run out
ενικός | πληθυντικός |
runout | runouts |
runout (en)