rush
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rush (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rush | rushes |
rush (en)
- βιασύνη, ορμή
- συνωστισμός
- ροή
- βούρλο
- στιγμιαία ευχάριστη ένταση, ξεχείλισμα ενέργειας, έξαψη
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | rush |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rushes |
αόριστος | rushed |
παθητική μετοχή | rushed |
ενεργητική μετοχή | rushing |
rush (en)