Μετάβαση στο περιεχόμενο

rush

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: rash

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

rush (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rush rushes

rush (en)

  1. βιασύνη, ορμή
    παράδειγμα  I am sorry, I am in a big rush.
    Με συγχωρείς, βιάζομαι πολύ.
  2. συνωστισμός
  3. ροή
  4. βούρλο
  5. στιγμιαία ευχάριστη ένταση, ξεχείλισμα ενέργειας, έξαψη

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας rush
γ΄ ενικό ενεστώτα rushes
αόριστος rushed
παθητική μετοχή rushed
ενεργητική μετοχή rushing

rush (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ορμώ, σπεύδω, βιάζω, βιάζομαι, ενεργώ με ταχύτητα ή κινούμαι δραστήρια
    παράδειγμα  He rushed up the stairs.
    Όρμησε πάνω στις σκάλες.
    παράδειγμα  He rushed home.
    Έσπευσε σπίτι.
    παράδειγμα  Do not rush me, let me think it over.
    Μη με βιάζεις, άσε με να το καλοσκεφτώ.
     συνώνυμα:  get a move on, hasten, haul ass, hurry, hurry up, hustle και scurry,  και δείτε τη λέξη dart
  2. (μεταβατικό) μεταφέρω κάποιον ή κάτι εσπευσμένα
    παράδειγμα  We were in an accident and they rushed us to the emergency room.
    Είχαμε ένα ατύχημα και μας μετέφεραν εσπευσμένα στα επείγοντα.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) σπεύδω, επιχειρώ να κάνω κάτι με βιασύνη
    παράδειγμα  I am rushing into marriage/divorce.
    Σπεύδω να παντρευτώ/να βγάλω διαζύγιο.
    παράδειγμα  Don’t rush to criticize me, listen to me first.
    Μη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.
  4. ορμώ εναντίον κάποιου, χυμάω, επιτίθεμαι, κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου
    παράδειγμα  The bull rushed at me.
    Ο ταύρος όρμησε εναντίον μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη attack
  5. παρασύρω, εξαναγκάζω, βιάζω καταστάσεις, επισπεύδω, πιέζω
  6. αιφνιδιάζω, επιτίθεμαι με κεραυνοβόλα ταχύτητα
  7. μπαίνω κάπου ορμητικά και απότομα
  8. be rushed πνίγομαι στη δουλειά
  9. (μεταβατικό και αμετάβατο) πασαλείβω
    παράδειγμα  Everything is rushed, nothing is done as it should be.
    Όλα τα πασαλείφει, τίποτα δεν κάνει όπως πρέπει.
     συνώνυμα: hurry