rush

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: rash

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

rush (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rush rushes

rush (en)

  1. βιασύνη, ορμή
  2. συνωστισμός
  3. ροή
  4. βούρλο
  5. στιγμιαία ευχάριστη ένταση, ξεχείλισμα ενέργειας, έξαψη

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας rush
γ΄ ενικό ενεστώτα rushes
αόριστος rushed
παθητική μετοχή rushed
ενεργητική μετοχή rushing

rush (en)

  1. ορμώ, χυμάω, σπεύδω
  2. παρασύρω, εξαναγκάζω, βιάζω καταστάσεις, επισπεύδω, πιέζω
  3. αιφνιδιάζω, επιτίθεμαι με κεραυνοβόλα ταχύτητα
  4. μπαίνω κάπου ορμητικά και απότομα
  5. be rushed πνίγομαι στη δουλειά
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) πασαλείβω
    Everything is rushed, nothing is done as it should be.
    Όλα τα πασαλείφει, τίποτα δεν κάνει όπως πρέπει.
     συνώνυμα: hurry