rush
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]rush (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| rush | rushes |
rush (en)
- βιασύνη, ορμή
I am sorry, I am in a big rush.
- Με συγχωρείς, βιάζομαι πολύ.
- συνωστισμός
- ροή
- βούρλο
- στιγμιαία ευχάριστη ένταση, ξεχείλισμα ενέργειας, έξαψη
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | rush |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | rushes |
| αόριστος | rushed |
| παθητική μετοχή | rushed |
| ενεργητική μετοχή | rushing |
rush (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ορμώ, σπεύδω, βιάζω, βιάζομαι, ενεργώ με ταχύτητα ή κινούμαι δραστήρια
- (μεταβατικό) μεταφέρω κάποιον ή κάτι εσπευσμένα
We were in an accident and they rushed us to the emergency room.
- Είχαμε ένα ατύχημα και μας μετέφεραν εσπευσμένα στα επείγοντα.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σπεύδω, επιχειρώ να κάνω κάτι με βιασύνη
I am rushing into marriage/divorce.
- Σπεύδω να παντρευτώ/να βγάλω διαζύγιο.
Don’t rush to criticize me, listen to me first.
- Μη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.
- ορμώ εναντίον κάποιου, χυμάω, επιτίθεμαι, κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου
- παρασύρω, εξαναγκάζω, βιάζω καταστάσεις, επισπεύδω, πιέζω
- αιφνιδιάζω, επιτίθεμαι με κεραυνοβόλα ταχύτητα
- μπαίνω κάπου ορμητικά και απότομα
- be rushed πνίγομαι στη δουλειά
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πασαλείβω
Πηγές
[επεξεργασία]- rush (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rush (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 165, 634, 809. ISBN 9780194325684., λήμμα: βιάζω, ορμώ, σπεύδω