russophile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

russophile < russo- + -phile

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
russophile russophiles

russophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρωσόφιλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
russophile russophiles

russophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη russe