rusticité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rusticité | rusticités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rusticité (fr) θηλυκό
- η χοντροκοπιά, η αγένεια, η χωριατιά
- η αντοχή στην κακοκαιρία ενός φυτού