rustique
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rustique | rustiques |
rustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rustique | rustiques |
rustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό