rzeźbiarka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rzeźbiarka | rzeźbiarki |
γενική | rzeźbiarki | rzeźbiarek |
δοτική | rzeźbiarce | rzeźbiarkom |
αιτιατική | rzeźbiarkę | rzeźbiarki |
οργανική | rzeźbiarką | rzeźbiarkami |
τοπική | rzeźbiarce | rzeźbiarkach |
κλητική | rzeźbiarko | rzeźbiarki |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]rzeźbiarka < από τη λέξη rzeźba
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rzeźbiarka (pl) θηλυκό
- η γλύπτρια
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη rzeźba