rzeźbiarka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rzeźbiarka rzeźbiarki
γενική rzeźbiarki rzeźbiarek
δοτική rzeźbiarce rzeźbiarkom
αιτιατική rzeźbiar rzeźbiarki
οργανική rzeźbiar rzeźbiarkami
τοπική rzeźbiarce rzeźbiarkach
κλητική rzeźbiarko rzeźbiarki

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

rzeźbiarka < από τη λέξη rzeźba

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rzeźbiarka (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη rzeźba