accouder

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από s'accouder)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ku.de/

Ρήμα[επεξεργασία]

accouder (fr)

  1. (pronominal: αντωνυμικό) στηρίζομαι με τους αγκώνες
    il s'est accoudé au rebord de la fenêtre - στηρίχτηκε με τους αγκώνες στο περβάζι του παραθύρου

Συγγενικά[επεξεργασία]