s'embarrasser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

s'embarrasser < embarrasser

Ρήμα[επεξεργασία]

s'embarrasser (fr)

  1. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, παιδεύομαι
  2. ανησυχώ
     συνώνυμα: s'inquiéter, se préoccuper
  3. παγιδεύομαι
    il s'est embarrassé tout seul dans ses mensonges - παγιδεύτηκε μόνος του με τα ψέματά του
     συνώνυμα: s'embrouiller, (οικείο) s'emmêler les pinceaux

Συγγενικά[επεξεργασία]