s'embrasser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

s'embrasser (fr)

  1. φιλιέμαι
    • - Κοίτα, αυτοί φιλιούνται μπροστά στον κόσμο.
    • - Regarde, ils s'embrassent en public.
  2. αγκαλιάζομαι