s'escrimer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

s'escrimer (fr)

  1. μαλώνω, καβγαδίζω
  2. (μεταφορικά) προσπαθώ, κάνω πολλές προσπάθειες για να πετύχω κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη escrime