sãrmãnitsã
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sãrmãnitsã < ... < παλαιά αρμενική սերմն (sarmn)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sãrmãnitsã (roa-rup) θηλυκό (πληθυντικός sãrmãnitsã)