séchoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- séchoir < sécher
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
séchoir | séchoirs |
séchoir (fr) αρσενικό
- ειδικός χώρος για στέγνωμα
- συσκευή με μεταλλικές ράβδους πάνω στις οποίες βάζουν διάφορα αντικείμενα για να στεγνώσουν
- συσκευή για το γρήγορο στέγνωμα βρεγμένων υλικών χάρη στην εξάτμιση του νερού
- → δείτε τις λέξεις sèche-cheveux, sèche-linge και sèche-mains