sécrétion
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sécrétion | sécrétions |
sécrétion (fr) θηλυκό
- η έκκριση
ενικός | πληθυντικός |
sécrétion | sécrétions |
sécrétion (fr) θηλυκό