sécrétion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sécrétion < λατινική secretio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sécrétion sécrétions

sécrétion (fr) θηλυκό