sécrétion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sécrétion | sécrétions |
sécrétion (fr) θηλυκό
- η έκκριση
ενικός | πληθυντικός |
sécrétion | sécrétions |
sécrétion (fr) θηλυκό