Μετάβαση στο περιεχόμενο

séculaire

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
séculaire séculaires

séculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που υπάρχει από πολλούς αιώνες
  2. χρησιμοποιείται με το έτος που κλείνει έναν αιώνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]