sédatif
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sédatif | sédatifs |
θηλυκό | sédative | sédatives |
sédatif (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sédatif | sédatifs |
sédatif (fr) αρσενικό
- το ηρεμιστικό