Μετάβαση στο περιεχόμενο

sédatif

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sédatif sédatifs
θηλυκό sédative sédatives

sédatif (fr)

  1. ηρεμιστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sédatif sédatifs

sédatif (fr) αρσενικό

  1. το ηρεμιστικό