Μετάβαση στο περιεχόμενο

sédimentaire

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sédimentaire sédimentaires

sédimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ιζηματογενής
  2. προσχωσιγενής