Μετάβαση στο περιεχόμενο

séduction

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
séduction < λατινική seductio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /se.dyk.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
séduction séductions

séduction (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η αποπλάνηση
  2. ο δελεασμός
  3. η σαγήνη
  4. το θέλγητρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]