séduction
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /se.dyk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
séduction | séductions |
séduction (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η αποπλάνηση
- ο δελεασμός
- η σαγήνη
- το θέλγητρο