ségrégativement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ségrégativement < ségrégatif
Επίρρημα[επεξεργασία]
ségrégativement (fr)
- ασκώντας πολιτική διαχωρισμού των ανθρώπων
ségrégativement (fr)