sémantique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /se.mɑ̃.tik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sémantique | sémantiques |
sémantique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sémantique | sémantiques |
sémantique (fr) αρσενικό ή θηλυκό