Μετάβαση στο περιεχόμενο

sérénissime

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sérénissime < (άμεσο δάνειο) ιταλική serenissime. serenissimo, υπερθετικός βαθμός του sereno, γαληνός

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sérénissime sérénissimes

sérénissime (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]