sérendipité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sérendipité | sérendipités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sérendipité (fr) θηλυκό
- η τυχαία ανακάλυψη, η τυχαιότητα
ενικός | πληθυντικός |
sérendipité | sérendipités |
sérendipité (fr) θηλυκό