Μετάβαση στο περιεχόμενο

sériciculture

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sériciculture séricicultures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sériciculture (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]