sütçü

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sütçü < süt + -çü

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sytˈt͡ʃy/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sütçü

  • ο γαλατάς, αυτός που πουλάει ή διανέμει στα σπίτια φρέσκο γάλα

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]