sıvadibi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sıvadibi < sıva (σοβάς) + dip (βυθός, δάπεδο) [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σοβατεπί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sıvadibi (tr)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σοβατεπί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]