słońce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | słońce | słońca |
γενική | słońca | słońc |
δοτική | słońcu | słońcom |
αιτιατική | słońce | słońca |
οργανική | słońcem | słońcami |
τοπική | słońcu | słońcach |
κλητική | słońce | słońca |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈswɔ̃j̃nt͡s̑ɛ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
słońce (pl) ουδέτερο
- (αστρονομία), (κοινά) ο ήλιος