słownik
Εμφάνιση
Κάτω σορβικά (dsb)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]słownik
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]słownik (pl) αρσενικό
- το λεξικό
słownik
słownik (pl) αρσενικό