saĝa
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saĝa | saĝaj |
αιτιατική | saĝan | saĝajn |
saĝa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saĝa | saĝaj |
αιτιατική | saĝan | saĝajn |
saĝa (eo)