sağ kalmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sağ kalmak < sağ (ζωντανός) + kalmak (απομένω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɑː kɑɫˈmɑk/

sağ kalmak (tr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]