sağrı
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sağrı (tr)
- (κατεργασμένο) δέρμα θηλαστικών (αλόγων, γαϊδουριών κ.λπ.), κυρίως από την περιοχή της ουράς ή της μέσης