sabbatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sabbatique < sabbat
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sabbatique | sabbatiques |
sabbatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sabbatique | sabbatiques |
sabbatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό