sablerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sablerie < sable
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sablerie | sableries |
sablerie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sablerie | sableries |
sablerie (fr) θηλυκό