sablière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sablière | sablières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sablière (fr) θηλυκό
- (τεχνολογία) μεγάλο οριζόντιο δοκάρι που υποστηρίζει άλλα, σε ξύλινη δομή
- αμμορυχείο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη sable