Μετάβαση στο περιεχόμενο

sabot

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sabot sabots

sabot (fr) αρσενικό

  1. το ξυλοπάπουτσο, το σαμπό, το τσόκαρο
  2. η οπλή

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sabot (pl) αρσενικό

  1. ξυλοπάπουτσο, σαμπό

Συγγενικά

[επεξεργασία]