sacerdoce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sacerdoce | sacerdoces |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sacerdoce (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
sacerdoce | sacerdoces |
sacerdoce (fr) αρσενικό