sacré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sacré | sacrés |
θηλυκό | sacrée | sacrées |
sacré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sacré | sacrés |
θηλυκό | sacrée | sacrées |
sacré (fr)