sacré
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sacré | sacrés |
θηλυκό | sacrée | sacrées |
sacré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sacré | sacrés |
θηλυκό | sacrée | sacrées |
sacré (fr)